- νεογλυκόζη
- η(βιοχημ.) γλυκόζη που προέρχεται από τη γλυκονεογένεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoglucose (< νε[ο]- + γλυκόζη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek